χρωματουργείο

χρωματουργείο
το, Ν [χρωματουργός]
εργοστάσιο ή εργαστήριο παραγωγής χρωστικών ουσιών, βαφών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρωματουργείο — το χρωματοποιείο, εργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”